ΚΙ ΑΝ ΤΑ ΚΤΙΡΙΑ ΜΙΛΟΥΣΑΝ
Συλλογικό έργο των φοιτητών ΜΠΣ Δημιουργική Γραφή ΕΑΠ/ΠΔΜ
"Κι αν τα κτίρια μιλούσαν...
Σίγουρα θα είχαν πολλά να μας πουν!
Περισσότεροι από διακόσιοι πενήντα μεταπτυχιακοί φοιτητές του κοινού διαπανεπιστημιακού προγράμματος "Δημιουργική Γραφή" του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας ενώνουμε τις δυνάμεις μας και υποσχόμαστε ένα βιβλίο γεμάτο συναισθήματα."
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Στον ΚΕΔΡΟ https://www.kedros.gr/product/8909/ktiria-miloysan-keimena-metaptyxiakwn-foititwn.html
ΚΡΙΤΙΚΕΣ - ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
"Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συλλογή, που μακάρι να βρει μιμητές, γιατί είναι πολλά ακόμα τα κτίρια, ο καθένας μας γνωρίζει κάποια στη γενέτειρα ή τη γειτονιά του, που περιμένουν να βρουν φωνή. Συγχαρητήρια και στις εκδόσεις Κέδρος που αγκάλιασαν αυτήν την πρωτοβουλία και έδωσαν την ευκαιρία σε νέους συγγραφείς να εκφραστούν και να επικοινωνήσουν το έργο τους. "
Αγγελική Ευσταθίου, Αγαπημένα παιδικά βιβλία, 10/10/2020
https://paidikavivlia.blogspot.com/2020/01/blog-post_10.html
ΜΥΛΟΣ ΜΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ / «ΜΥΛΟΣ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ», ΤΡΙΚΑΛΑ
Η φωνή του μύλου, όπως την αφουγκράστηκε η Μανουσάκη Αφροδίτη
του ΜΠΣ Δημιουργική Γραφή (ΕΑΠ/ΠΔΜ).
Η φωτογραφία είναι από την επίσημη ιστοσελίδα παρουσίασης της ιστορίας του Μύλου Ματσόπουλου.
«Κάτι ετοιμάζουν πάλι. Εξέδρες, μικρόφωνα, εγκαταστάσεις… Αχ! Μα τους χίλιους ταλαιπωρημένους πλίνθους μου, αυτή η υγρασία του Θεσσαλικού κάμπου μου τρυπάει τα μέταλλα και μου κατατρώει το ξύλο. Κι αυτός ο Αγιαμονίτης μου καταβρέχει την γη ένα γύρο!
Από την αναπαλαίωση που έγινα πολυτελές κτίριο, δεν άλλαξε τίποτα. Κρύο κι ομίχλη. Μα, αλλάζει τούτος ο τόπος; Μονάχα οι άνθρωποι. Έρχονται, τώρα, για τα πολιτιστικά. Μου άλλαξαν και το όνομα. Δεν με φωνάζουν πια «Μύλο Ματσόπουλου», αλλά «Μύλο των ξωτικών». Κι έρχεται κόσμος πολύς κάθε Χριστούγεννα. Μα τους παραπόταμους του Ληθαίου, πότε βρεθήκαν στην Τρικαλινή γη τα ξωτικά; Κι έρχονται παιδιά, φωνάζουν, διασκεδάζουν, με αναστατώνουν και φεύγουν πάλι. Καλά είναι.
Θυμάμαι τις εποχές που οι άνθρωποι έρχονταν να εργαστούν. Ένοιωθαν ευγνωμοσύνη που υπήρχα και τους έδινα δουλειά, ένοιωθα τον μόχθο και τον αγώνα τους. Στην καρδιά μου, παλμό έδινε ο Αγιαμονίτης κι εγώ ρουφούσα όλη του την ορμή. Μα το καλοκαίρι γινόταν ξερό ποτάμι, στεγνή γης κι έτσι έβαλαν ατμό, μετά ηλεκτρικό, μετά πετρέλαιο και μια καμινάδα να υψώνεται και να χαιρετά τα τρένα, το κάστρο, την πόλη.
Γέρασα. Είμαι 132 χρονών κι όμως, στέκομαι εδώ, αγέρωχο, καμάρι της πόλης. Κέντρο πολιτισμού και μνήμη του ανθρώπινου αγώνα να κατακτήσει τον κόσμο.»