(Φωτογραφία από τον χρήστη John-Mark Smith στο Pexels)
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ
[Επιστολή στην Έμιλυ Ντέιβιντσον, σουφραζέτα που σκοτώθηκε από το άλογο του βασιλιά το 1913]
Ήσουν παιδί, μα πάνω από όλα ήσουν κορίτσι.
Τι σήμαινε για σένα να γίνεις γυναίκα, Έμιλυ;
Τι ονειρεύτηκες για το κορίτσι εκείνο που διψούσε για γράμματα
και που διέπρεψε για να γίνει, μια μέρα, άψογη γκουβερνάντα;
Υπέρτατο αγαθό η μόρφωση, η γνώση.
Ανοίγει πόρτες. Κι όμως, οι δικές σου έκλεισαν,
σαν δια-μορφώθηκες ως γυναίκα του περασμένου αιώνα.
Ένιωσες την αξία μέσα σου, μα δεν την βρήκες σε κανένα καθρέφτη.
Μέχρι εκεί. Καμιά απόφαση από σένα για σένα,
ούτε για την ζωή ή το κορμί, τη σκέψη ή την ψυχή σου.
Σαν αποφάσισες τη θέση σου, ήρθε το στίγμα, το κελί, η τιμωρία.
Mια ψυχή σε έναν αγώνα άνισο, τότε,
μια ψυχή σε έναν αγώνα ξεχασμένο, σήμερα.
Πόσοι έμαθαν, πόσοι γνώρισαν και πόσοι μιλούν για εκείνα,
σαν έγιναν άλλα παρελθόν και άλλα δεδομένα;
Δεν έχουν νόημα για μας οι σουφραζέτες, δεν τις γνωρίσαμε.
Αιώνια παρέμεινε μονάχα μια απουσία,
σαν κατακτήσαμε τα αγαθά της γνώσης, της αυτοδιάθεσης, των αποφάσεών μας.
Εκατό χρόνια μετά κι ακόμη αναζητούμε εκείνο,
το μοναδικό, που θα πληρώσει το κενό.
Νιώθουμε την αξία μέσα μας, μα δεν τη βρίσκουμε σε κανένα καθρέφτη.
Μέχρι εκεί. Όλες οι αποφάσεις, δικές μας πια,
μα η πορεία μας, μια παλίρροια κάτω απ’ του φεγγαριού την έλξη.
Κοιτάω πίσω μου, μια διαδρομή ατέρμονη, με την ίδια πάντα οδύνη.
Σαν μαργαρίτα που σκορπά τα πέταλά της κι έπειτα αναρωτιέται
η όμορφη, εάν την θαυμάζουν και την αγαπούν δίχως αυτά.
Όχι, δεν την υποτιμώ την γυναίκα του σήμερα, δε την κατηγορώ.
Την κατανοώ, τη νιώθω κι απορώ,
που ακόμη ψάχνει για εχθρούς έξω από την ψυχή της.
Σαν χτιστούν τα φράγματα κι αλλάξει πορεία το ρέμα,
οι παλιές, οι αυλακιές, αργούν να σβήσουν.
Το νερό τις γαργαλάει σε κάθε βροχή
κι οι άνθρωποι τις χαράσσουν ξανά στην θύμησή τους.
Νιώσαμε την αξία μέσα μας, μα δεν την βρήκαμε ποτέ σε κανένα καθρέπτη,
γιατί ποτέ κανείς δεν τη βρήκε κοιτώντας με αγωνία
στων άλλων ανθρώπων τα μάτια για αποδοχή.
Σε τούτον τον αιώνα, ο αγώνας γίνεται αλλιώς. Κοιτώντας μέσα μας.
ΣΑΡΜΠΑΤ (Η ΜΟΝΑ ΛΙΖΑ ΤΟΥ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ)
[Επιστολή στην Σαρμπάτ Γκουλά ή Μόνα Λίζα του Αφγανιστάν. Η Αφγανή κοπέλα που έγινε γνωστή από το εξώφυλλο του National Geographic to 1985, όπου δημοσιεύθηκε φωτογραφία της από καταυλισμό προσφύγων στο Πακιστάν. Δεκαεπτά χρόνια μετά όταν την αναζήτησαν, την βρήκαν παντρεμένη με τρία παιδιά και μάτια πολύ κουρασμένα και ίσως ακόμη και θυμωμένα. Τίποτα δεν είχε καλυτερεύσει την ζωή της από την φήμη που απέκτησε στον δυτικό κόσμο εν αγνοία της, όπου “κατανάλωσαν” την εικόνα της.]
Στην Δύση καταναλώνουμε τους ήρωές μας, Σαρμπάτ.
Τους φτιάχνουμε, τους θαυμάζουμε, τους θεοποιούμε
κι αυτομάτως τους θρηνούμε. Έτσι τους θέλουμε.
Όπως εσύ, που σήμερα πήρες ένα κομμάτι ψωμί
και το μοίρασες στα τρία σου παιδιά
για να ζήσουνε μια μέρα ακόμη.
Αλήθεια, έχεις τροφή για αύριο;
Το δικό μας το ψωμί δεν τελειώνει.
Γίνεται εικόνα στο χαρτί, εικόνα στην οθόνη
και ταΐζει την ψυχή ενός πολιτισμού,
που ούτε μια μέρα δεν χορταίνει.
Ταξίδεψες, παιδί μικρό, σε άλλη πατρίδα,
ταξίδεψε κι εικόνα σου, αλώβητη, για 17 χρόνια,
σαν ένας φακός άρπαξε μια στιγμή απ΄ την ψυχή σου.
Έπειτα, σ’ αναζήτησαν παντού κι όταν σε βρήκαν,
σου άρπαξαν ξανά, μια στιγμή, αυτή
με τα μάτια κουρασμένα, μα ακόμη θυμωμένα,
για την ζωή των παιδιών σου που δεν άλλαξε.
Έγινες σύμβολο των γυναικών που υποφέρουνε
από την απληστία κάποιων που δεν γνώρισες ποτέ
κι εκείνοι κοιτάζουν τώρα τα καταπράσινα σου ματιά
κι όταν με τρόμο αντικρίσουν την ψυχή τους
εκεί μέσα, γυρνούν μιαν ακόμη σελίδα.
Στη Δύση καταναλώνουμε τους ήρωες μας, Σαρμπάτ.
Συγχώρεσέ μας.
ΟΣΟ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΠΟΙΗΤΗ
[Απάντηση στο ποίημα «Όσο μπορείς» του Καβάφη, από τον άνθρωπο της σύγχρονης εποχής της κοινωνικής δικτύωσης]
Όσο μπορούμε, ποιητή, ασπαζόμαστε τους στίχους,
μα σαν βρεθούμε μέσα εκεί, κοιτάζουμε τους τοίχους.
Στου κόσμου την συνάφεια, που έχουμε στο χέρι,
πόσοι γελούν, πόσοι πονούν, κανείς μας δεν το ξέρει.
Ότι θελήσουν να μας πουν, θα κάνουν αναρτήσεις,
Με λάικ θα απαντήσουμε, μες τες πολλές κινήσεις.
Η ζωή, η ξένη, η φορτική, γεμάτη από την ύλη,
είναι αυτή που πλάθουμε, για να φθονούν οι φίλοι.
Ανοησία καθημερινήν, φωτογραφίες σέλφι,
που μας κοιτούν και μας γελούν, βαράτε τους το ντέφι.
Γυρνάνε κι εκτίθενται, και ψάχνουν να τους πούμε,
αν είπαν λόγια τρανά, αν τους πολυαγαπούμε.
Όπως πρωτοδημοσιεύθηκαν στην ιστοσελίδα "Λόγω γραφής" και συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο "Γράμματα ανεπίδοτα" των εκδόσεων Ελκυστής.
Comments